μνᾶστις

μνᾶστις
μνῆστις
remembrance
fem nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μνάστις — μνᾱστις, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνήστις …   Dictionary of Greek

  • μνήστις — ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις) 1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη 2. μνεία 3. προσοχή 4. φήμη 5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη σ τού μι μνή σκω + επίθημα τις (για το σ τού τ. πρβλ. λῆ σ τις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”